- συλλιπαινω
- συλλιπαίνωσυλ-λῐπαίνωсплавлять
(διὰ τοῦ πυρός συλλιπαινόμενος σίδηρος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διὰ τοῦ πυρός συλλιπαινόμενος σίδηρος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συλλιπαίνω — ΝΑ λειώνω μέταλλο μαζί με ένα άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιπαίνω (< λίπα)] … Dictionary of Greek